- αρρώξ
- ἀρρώξ, ο, η (Α)αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώξ (-ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρρώξ — without cleft masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρῶξιν — ἀρρώξ without cleft masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμαξεύω — ἐπαμαξεύω, ιων. τ., αντί ἐφαμαξεύω (Α) 1. διέρχομαι πάνω σε άμαξα 2. παθ. (για τη γη) έχω ίχνη τροχών άμαξας («γῆ ἀρρώξ οὐδ ἐπημαξευμένη» Σοφ.) … Dictionary of Greek
πνευμόρρωξ — ωγος, ὁ, Μ 1. η ρήξη πνεύμονα 2. αυτός που πάσχει από ρήξη τού πνεύμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων + ῥώξ (< ῥήγνυμι), πρβλ. αρρώξ] … Dictionary of Greek